Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Μήτρογλου - Τόκλης 0-1

Από τη στιγμή που ο Ρουμάνος αμυντικός άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος˙ δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να βρεθώ του  χρόνου το καλοκαίρι στη Βραζιλία για να πανηγυρίσω τα γκολ του Μήτρογλου στο Μουντιάλ. Εκτός φυσικά κι αν η Μέρκελ, που τόσο πολύ αγαπάει τον Αντώνη μας, απ ότι βλέπω όλη μέρα σήμερα στα αντικειμενικά μας κανάλια, αποφασίσει να μοιράσει όλα τα πλεονάσματα της φίλης χώρας Γερμανίας, όχι στους απείθαρχους ομοεθνείς της αλλά στους πειθήνιους κι ευλαβείς της μεγαλοσύνης της Έλληνες. Επειδή λοιπόν το κόβω για πολύ δύσκολο αυτό,  γι αυτό βάλθηκα να το ονειρευτώ. Όχι στον ύπνο μου, αλλά με κείνα τα όνειρα του ξύπνιου που τα κάνεις ότι θες και τα τραβάς όσο θες. Μικρός μ αυτά κατάφερνα τα πάντα. Έκλεινα τα μάτια για να μη με χαλάει το ντεκόρ στο κατώι του πατρικού μου κι έφτιαχνα θαύματα. Στη μπάλα πέντε γκολ ήθελα να βάλουμε στον Παοκ, πέντε βάζαμε. Ακόμη και το λεπτό κι ο τρόπος κι ο
παίχτης που θα το έβαζε ήταν στο χέρι μου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μπορούσε να το βάλω και να το ξαναβάλω ώσπου να πετύχει όπως το ήθελα. Κάτι σαν το ριπλέι που είδα αργότερα στις τηλεοράσεις. Ήθελα να τραγουδήσω; Έκλεινα τα μάτια μου και τύφλα να χει ο Βοσκόπουλος της προ κουλτούρας εποχή μου. Τις άλλες ώρες βέβαια προτιμούσα ν ακούω τον αδελφό μου, ίδια όπως και τώρα δηλαδή. Ήθελα να με θαυμάζουν; Παιχνιδάκι. Μ ένα μαγικό τρόπο αποκτούσα μεγάλο σπίτι με κήπους που το μυαλό μου ξεσήκωνε απ το Φαντάζιο κι άλλα ψυχωφελή της εποχής κι χάριζα βόλτες στους φίλους με περίεργα μηχανοκίνητα κι άλλα καλούδια. Αργότερα διατήρησα την  ίδια συνήθεια για τα άκρως σημαντικά όπως πχ η Κάθλιν Τζέτα Τζόουνς ή η Μπελούτσι. Μισό λεπτό ήταν αρκετό για να είναι γονατισμένες μπροστά μου και να με παρακαλάνε.
Έτσι, λοιπόν, με τον δοκιμασμένο μηχανισμό του ξύπνιου ονείρου, προσπάθησα να βρεθώ στην Βραζιλία και να βοηθήσω και το Μήτρογλου. Κάνω μια παρένθεση για να πω ότι το συμπαθώ πολύ το παλικάρι. Ίσως γιατί κατά το μισό του ονόματός του είναι συνονόματος μου. Ίσως γιατί είναι λίγο παιδί της αλάνας που έχει δική του μπάλα αλλά ξέρει και τι να την κάνει. Ίσως γιατί είναι ο τρέξτε εσείς πέρα δώθε για να μετράνε τα μηχανάκια τα χιλιόμετρα που γράφετε κι εγώ θα βάζω τη μπάλα μέσα να γίνεστε σπουδαίοι. Ίσως γιατί στις δηλώσεις του μετά το κι άλλο θαυμάσιο γκολ μπλα μπλα μπλα είναι τόσο πρωτότυπος που με κάνει να αισθάνομαι εντελώς μαλάκας που δεν περιόρισα το λεξιλόγιο μου βαριά βαριά στις τριάντα λέξεις. Ίσως γιατί μ αρέσει η μπάλα κι αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι μπαίνει στα δίχτυα κι αυτός είναι που τη βάζει με πολλούς και θεαματικούς τρόπους.
Προσπάθησα λοιπόν αλλά τίποτα. Όσο πίεζα το μυαλό μου να τσουλήσει στην ευκολία της κατηφόρας και να βρεθεί στη Βραζιλία, τόσο τα στύλωνε αυτό και τραβούσε ανάποδα. Για το καλοκαίρι του 2014 το κούρντιζα εγώ, στο 1974 γύριζε αυτό. Πείσμα αυτό, πείσμα κι εγώ. «Θα πας στη Βραζιλία θες δε θες» του λεγα άγρια. Μου ΄βγαζε τη γλώσσα κοροϊδευτικά και με γύριζε στο χωριό μου και στο κήπο του σχολείου, κάπου ανάμεσα στη Βραζιλία του Πελέ του 1970 και στη Γερμανία του Μπεκεμπάουερ του 1974. Μου έδειχνε ξαναμμένους πιτσιρικάδες να τρέχουν σ ένα τέταρτο γηπέδου, μπορεί και τριάντα συνολικά, μετά τη λήξη του παιχνιδιού στη τηλεόραση κι να είναι έτοιμοι να σκοτωθούν για αν ήταν δοκάρι και μέσα ή δοκάρι κι έξω το σουτ, την ώρα που ήδη στην ΥΕΝΕΔ άρχιζε το νυχτερινό δελτίο ειδήσεων. Άφριζα απ την άρνησή του. Βιντεάκια στο youtube λοιπόν για να το δελεάσω. Παραλίες με ξανθιές βραζιλιάνες και γήπεδα, το «Μαρακανά» και γκολ και φυσικά και το βαρύ πυροβολικό! Κώλους βραζιλιάνικους, σφιχτούς κι ευέλικτους, πιότερο κι απ τις τρίπλες του Μέσι και του Νεϊμάρ, να κουνιούνται στους ρυθμούς της σάμπας της μάμπας, της ρούμπας και της τούμπας που έλπιζα να το φέρω. Τίποτα αυτό! Μ απαντούσε με κάτι ξεθωριασμένες εικόνες ενός καφενείου που σχεδόν σηκώνεται στον αέρα την ώρα που ο Νικολούδης, συγχωριανός μας γαρ, καρφώνει τη μπάλα στα δίχτυα για να μη κακοκαρδίσει το Δεληκάρη που του πάσαρε τη μπάλα, αφού χόρεψε όποιον βρήκε μπροστά του σ ένα παιχνίδι με τους Ρώσους, μάλλον. Σκύλιασα εγώ. Κατέφυγα στα μεγάλα μέσα. Πιάτα! Κάθε λογής και κάθε είδους. Με σεφ σερβίτσια και κεριά και πάνω απ΄το κεφάλι μου τον μετρ. Τρίχες. Μ’ απάντησε μ ένα καφετζή κι ένα ταψί μπαμπάδες. Κι αυτός, ο καφετζής, πάνω απ΄ τα κεφάλια μας, σαν μετρ στεκόταν. Έβαζε τις καρέκλες στη σειρά, σαν σε κινηματογράφο. Δεν θυμάμαι τις μέσα, αλλά αυτές που είχε έξω κάτω απ΄ τα πλατάνια, ήταν μεταλλικές, με φαρδύ κάθισμα και πλέξη με φαρδιά πλαστική κορδέλα, πολύχρωμη. Τις κουβαλούσε μέσα και τις έβαζε σε σειρά, κολλητές και με μικρά διαστήματα ανάμεσα στις σειρές. Τρεις χιλιάδες ψυχές ήμαστε στο χωριό, δεν υπήρχαν περιθώρια για άπλα. Και μετά έστεκε πάνω απ τα κεφάλια μας για την παραγγελία. Δεν ξέφευγες. Δεν έτρωγε ντρίπλα με τίποτα. Τα πόδια του ήταν σαν αντικριστά γιαταγάνια. Περπατούσε και τραμπαλίζονταν, αλλά από τον Τόκλη δεν ξέφευγες ακόμη κι αν γινόσουν ταπετσαρία στα ντουβάρια του. «Εσύ τι πήρες;» ήταν η ερώτηση που απευθύνονταν στους επίδοξους τζαμπατζήδες και το θέμα έληγε. Μπαμπάδες, τουλούμπες, παγωτά, αναψυκτικά. Έπρεπε να διαλέξεις. Οι μπαμπάδες του Τόκλη ήταν τεράστιοι. Τεράστιοι και σοροπιασμένοι τόσο πλούσια που κολλούσες πάνω τους σα μύγα! Στο χρώμα του πορτοκαλιού κι η άσπρη τους κρέμα ξεχείλιζε από μια διαγώνια τομή, λίγο πιο κάτω απ΄τη κορυφή τους, σαν λευκή λάβα που ξεχύνονταν αποφασισμένη να σκεπάσει με τη γλύκα της τα πεινασμένα μας μάτια. Και δεν ήταν μόνο οι μπαμπάδες που σε προκαλούσαν, αλλά κι οι τουλούμπες και τα ροξ και φυσικά, αν ήταν Απρίλης και μετά, τα παγωτά. Για ένα απ όλα έφταναν τα λεφτά κι ούτε καν μια φορά την εβδομάδα. Πώς να μη γονατίζεις μπροστά σε τέτοια διλήμματα; Πώς να μην κερδίζει ο σοροπιασμένος μπαμπάς τα γκολ του Μήτρογλου και Μέσι;

Παραδόθηκα! Τελικά ούτε στο όνειρό μου θα πάω στη Βραζιλία. Μήτρογλου – Τόκλης 0-1. Έκατσε διπλό αλλά πως το έπαιξα στο στοίχημα είναι μυστικό. 

ΥΓ: Στην ΑΠΟΨΗ (www.apopsinews.gr) του Νοέμβρη του 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου